- χαραδρήεις
- -εσσα, -ήεν, ΜΑ(για τόπο) γεμάτος χαράδρες.[ΕΤΥΜΟΛ. < χαράδρα + κατάλ. -ήεις (βλ. λ. -όεις)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαραδρήεντα — χαραδρήεις full of gullies neut nom/voc/acc pl χαραδρήεις full of gullies masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαραδρήεντι — χαραδρήεις full of gullies masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαραδρήεντος — χαραδρήεις full of gullies masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαραδρήεσσαν — χαραδρήεις full of gullies fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)